Σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης δουλείας των Ελλήνων, ο ρόλος του κλήρου υπήρξε καταλυτικά αρνητικός σε κάθε ιδέα ξεσηκωμό του Γένους. 

Ορθόδοξος και καθολικός κλήρος, όχι απλώς συνιστούσαν υποταγή στον σουλτάνο, αλλά με κάθε τρόπο παρεμπόδιζαν κάθε ιδέα εξέγερσης. Άλλωστε ο κλήρος απολάμβανε προνομίων και δε είχε κανέναν λόγο να αλλάξει η κατάσταση.

Δούλοι του Θεού και δούλοι του σουλτάνου έπρεπε να παραμείνουν εσαεί οι δύσμοιροι ραγιάδες.

Αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Το είχε διακηρύξει ο πιο επίσημος θεϊκός εκπρόσωπος, ο γνήσιος ερμηνευτής της θέλησης του Θεού, ο Απόστολος Παύλος, ο επιλεγόμενος Απόστολος των Εθνών, ο πρώην Εβραίος Σαούλ, ο νεαρός Μπίν Λάντεν των Εβραίων, για τους χριστιανούς της εποχής του, στην αρχή της πολυτάραχης σταδιοδρομίας του.

Το ’λεγε και το ’γράψε, μήπως και το ξεχάσουν οι άνθρωποι. Τα γραπτά μένουν, scripta manent, που έλεγαν και οι Λατίνοι. Και ήλθαν ύστερα οι διάδοχοι -δεν τους όρισε κανείς, μόνοι τους χρίστηκαν διάδοχοι-πήραν τα γραπτά του και με την κληρονομική αποστολική εξουσία, που δημιούργησαν για τον εαυτό τους, τα ενέταξαν εκεί όπου έπρεπε να τα εντάξουν, τα περιτύλιξαν με μία δήθεν θεοπνευστία και τα καθιέρωσαν πλέον ως δόγμα, αδιαφιλονίκητη εντολή και επιθυμία του Θεού.

Και όποιος τυχόν δεν ήθελε να το πιστέψει, τον περίμενε η αιώνια φωτιά και η βρασμένη πίσσα στην κόλαση.

Άντε τώρα εσύ να πείσεις τους αγράμματους ραγιάδες ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα και ότι ο Θεός δεν μπορούσε να θέλει τον άνθρωπο δούλο ούτε δικό Του, ούτε κάποιου άλλου συνανθρώπου του. Δεν ακούστηκε ποτέ, ούτε γράφτηκε πουθενά, ότι ο Αδάμ και η Εύα ήταν και πλάστηκαν δούλοι για να γίνουν τέτοιοι και οι απόγονοί τους.

Τη θεωρία αυτή την κατασκεύασε ο Παύλος και τα κατάφερε μια χαρά, ώστε να καταστήσει πράγματι τον άνθρωπο δούλο, όχι μόνο του Θεού και του Ιερατείου, αλλά και κάθε ισχυρού αχρείου, αφού δίδασκε ότι, κάθε τάση για ελευθερία και ανυπακοή στην εξουσία, ήταν αντίθετη προς την εντολή του Θεού.

Αλλά ας ακούσουμε τον ίδιο τον Παύλο να μας εξηγεί τη θεωρία του: Αναφέρεται σε περισσότερες από μία επιστολές του, από αυτές που τις ακούμε (και δεν τις καταλαβαίνουμε), τακτικά στις εκκλησίες.

Και μάλιστα για να μην υπάρξει καμμιά αμφιβολία και αμφισβήτηση ότι όντως ομιλεί εξ ονόματος του Θεού, σε μία από αυτές το τονίζει καθαρά:

«Παύλος, άπόστολος Ίησού Χρίστου, κατ’ εντολήν του Θεού και του Σωτήρος μας και του Κυρίου Ίησοΰ Χριστοϋ, επιτάσσω:

1. Όσοι εισιν υπό ζυγόν δούλοι, τούς ίδιους δέσποτας πάσης τιμής άξιους ήγείσθωσαν, ίνα μή τό όνομα του Θεού και ή διδασκαλία βλασφημήται».*

Κατ’ εντολήν λοιπόν του Θεού και του Χριστού, διατάσσω: Όσοι είναι δούλοι, να εκτιμούν ιδιαίτερα τους κυρίους τους για να μη δυσφημείται το όνομα του Θεού και η διδασκαλία Του.

Τώρα μαθαίνω και εγώ ότι, όταν δεν υπακούς και δεν εκτιμάς το βάρβαρο αφεντικό σου, διαπράττεις δυσφήμηση του Θεού και της διδασκαλίας του.

Ευτυχώς το ιερατείο δεν έχει θεσμοθετήσει ακόμη τις βρισιές και τις κατάρες κατά των πάσης φύσεως τυράννων, πέρα από την περιύβριση της αρχής, και ως συκοφαντική δυσφήμηση του Θεού και του Ευαγγελίου Του!
«Πάσα ψυχή έξουσίάις ύπερεχούσαις ύποτασσέσθω. Ου γάρ εστίν εξουσία ει μή υπό Θεοϋ, αί δε οΰσαι έξουσίαι υπό τοϋ Θεοϋ τεταγμέναι είσίν, ώστε ό αντιτασσόμενος τή εξουσία τή του Θεού διαταγή άνθέστηκε. Οί δε άνθεστηκότες έαυτοις κρίμα λήψονται. Θέλεις δε μη φοβεΐσθαι τήν εξουσίαν; τό άγαθόν ποίει, και έξεις έπαινον έξ αυτής. Θεοϋ γάρ διάκονός έστί σοι εις τό άγαθόν. ’Εάν δε τό κακόν ποιής φόβου. Ού γάρ είκή τήν μάχαιραν φορεΐ' Θεού γάρ διάκονος έστινείς οργήν έκδικος τώ τό κακόν πράσσοντι. Διό ανάγκη ύποτάσσεσθαι ού μόνον διά τήν οργήν, αλλά και διά τήν συνείδησιν».*
Κάθε άνθρωπος πρέπει να υποτάσσεται στις ανώτερες αρχές, διότι δεν υπάρχει καμμιά εξουσία, χωρίς τη θέληση του Θεού, οι εξουσίες δε που υπάρχουν, έχουν ορισθεί από τον Θεό, εις τρόπον ώστε, εκείνος που αμφισβητεί την εξουσία, αντιτάσσεται στη διαταγή του Θεού. Όσοι δε, δεν υπακούουν θα τιμωρηθούν. Θέλεις να μη φοβάσαι την εξουσία; Κάνε το καλό και θα επαινεθείς από αυτήν, διότι η εξουσία είναι υπηρέτης του Θεού και αποβλέπει στο καλό σου. Εάν όμως πράξεις το κακό, τότε να φοβάσαι, διότι δεν είναι έτσι άσκοπα ζωσμένη με το μαχαίρι, έτοιμη να εκδικηθεί εκείνον που κάνει το κακό. Επομένως πρέπει να υποτάσσεσθε, όχι μόνον για να αποφύγετε την οργή,** αλλά και δια λόγους συνειδήσεως...!»

Ωραίος ο Παύλος. Όλα μέλι γάλα, αρκεί να μην βγάζεις γλώσσα στην εξουσία και να κάνεις ό,τι σου λέει, αφού υπάρχει και λειτουργεί ως όργανο του Θεού και θέλει πάντα το καλό σου. Κάτσε λοιπόν φρόνιμα, γιατί δεν είναι μόνο που θα πας στην κόλαση, αλλά θα δοκιμάσεις πρώτα και το μαχαίρι της στον λαιμό σου. Μπράβο ρε, Παύλο. Αλλά αφού έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα, θεϊκά δοσμένα, γιατί μωρέ κατηγορείτε και μας λέτε άλλα στο σχολείο και άλλα στην κοινωνία, ότι ο Χίτλερ, ο Στάλιν, ο Πινοσέτ και τόσοι πολλοί άλλοι, για να περιορισθώ μόνο στη νεότερη εποχή, ήσαν δικτάτορες, αιμοσταγείς δολοφόνοι, χασάπηδες, θηρία, ανθρωπόμορφα κτήνη;

Αυτοί δεν είχαν ορισθεί από τον Θεό και δεν ήσαν όργανά του και ο Θεός δεν τους είχε εφοδιάσει με το μαχαίρι τους; Εάν αυτό είναι το θέλημα του Θεού, γιατί επιτρέπει τις επαναστάσεις, την αντίσταση κατά της τυραννίας και τους ξεσηκωμούς για την ελευθερία;

Άν έτσι έχουν τα πράγματα, έπρεπε όλοι να έχουμε συμμορφωθεί στις εντολές του Παύλου ασυζητητί και να προσκυνάμε, ιδιαίτερα εμείς οι Έλληνες, ακόμη τον σουλτάνο, που θα μας επέτρεπε να ζούμε υπό την Προστασία Του και τη Σκέπη του Μωάμεθ! Ή μήπως Παύλο, ο Αλλάχ δεν είναι Θεός;

Τώρα, βέβαια, μού γεννήθηκε μία απορία: Τί θα γίνει από εδώ και πέρα με τους νεωτερισμούς του κ.κ.* Χριστόδουλου, να διαβάζονται στην εκκλησία τα ευαγγέλια και οι απόστολοι στην καθομιλούμενη γλώσσα; Πώς θα δικαιολογούν πλέον τις παραπάνω περίεργες φιλομοναρχικές θεωρίες του Παύλου, που φρόντισε να τις εξοπλίσει με θεϊκό κύρος;

Και πού να ακούσει το εκκλησίασμα, τί γράφει ο Παύλος για τις γυναίκες. Φοβάμαι ότι θα ξεσηκωθούν και οι πέτρες εναντίον του!

Αλλά αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Νομίζω ότι ήταν καλύτερα τα πράγματα, ως είχαν. Οι νεωτερισμοί είναι κακό πράγμα. Ξυπνούν τον κόσμο και αρχίζει να ρωτάει. Πώς, γιατί, και τέτοια. Ενώ με την καθιερωμένη μιξοβάρβαρη γλώσσα των Αποστόλων, είναι ζήτημα αν ένας στους χίλιους καταλάβαινε τί θέλει να πει ο Παύλος και οι άλλοι. Δεν ήταν ηλίθιοι αυτοί που διατήρησαν “την παράδοση”, αφού ήξεραν καλά ότι το δυσνόητο είναι και ακατανόητο, και το ακατανόητο δεν δημιουργεί ερωτηματικά, ενώ τα ερωτηματικά δημιουργούν απορίες και οι απορίες αμφισβητήσεις.

Γι’ αυτό σου λέω, πίστευε και μη ερεύνα!

Είναι πικρή αλήθεια ότι μετά τη βιαίη επιβολή του χριστιανισμού, ο κόσμος σκοτείνιασε, το αρχαίο ελληνικό πνεύμα σίγησε, το πλήθος των ελεύθερων ανθρώπων μεταβλήθηκε σε ποίμνιο και η ζωή έγινε κολαστήριο. 

Παντού ενοχές, φωτιές, σκοτάδι πυκνό. Ακολούθησαν αιώνες σκοτεινοί, εγκληματικοί, βάρβαροι, με τους Κωσταντίνους, τους Κωνστάντιους, του Θεοδόσιους, τους Ιουστινιανούς και τα τόσα άλλα αστοιχείωτα ανδράποδα δεκανέων, υποδεκανέων, χιλιάρχων και υποχιλιάρχων, που δεν άφησαν τίποτε όρθιο, από τη μέχρι τότε πρόοδο του ανθρωπίνου γένους.

Η Ελλάδα είχε την ατυχία να υποστεί πρώτη τον εκβαρβαρισμό της νέας τάξης πραγμάτων και μετά την κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων και το κλείσιμο των Φιλοσοφικών Σχολών, παραδόθηκε αμαχητί στο μεσαιωνικό Ιερατείο, που από τότε και στο εξής, δυστυχώς και μέχρι σήμερα, θα αποφάσιζε όχι μόνο το τί θα τρώει και τί θα πίνει και πώς θα ντύνεται, ο ονομαζόμενος πλέον, όχι ελεύθερος άνθρωπος, αλλά πιστός ή αμνός, αλλά και τί θα διαβάζει και τί θα σπουδάζει και τί θα διδάσκει. Η γνώση και η διδασκαλία πέρασε στην απόλυτη δικαιοδοσία, από τους φιλοσόφους και τους ποιητές στους άξεστους καλόγηρους και στους υποκριτές! Έτσι καθιερώθηκε ελέω Ιερατείου και κοσμικής εξουσίας να κάνει κουμάντο, σε ό,τι αφορά την παιδεία, η εκάστοτε ηγεσία της Εκκλησίας.

Είμαστε η μοναδική χώρα στον κόσμο που διατηρούμε σήμερα κοινό Υπουργείο Θρησκείας και Παιδείας, όπου το είδος και το εύρος της εθνικής παιδείας, καθορίζει, όχι η Πολιτεία, αλλά η Εκκλησία.

Η διαπίστωση αυτή, κάνει τον κύριο εκφραστή, του λεγόμενου ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, συντηρητικό, δεξιό ιστορικό Παπαρρηγόπουλο, να διαμαρτύρεται από τον περασμένο ήδη αιώνα* για την κατάσταση αυτή του εκκλησιασικού κατεστημένου και να γράφει σε ιδιαίτερο κεφάλαιο με τον τίτλο: Ή Εκκλησία ήμέλησε τον έξελληνισμο τών άλλογλώσσων, «Τό καθ’ ήμάς ήθέλομεν άνεχθή άπαντα τά λοιπά αύτοΰ** άμαρτήματα,την θυσίαν τών προνομίων, τον έξευτελισμόν, τήν φιλοχρηματίαν, εάν έφρόντιζε νά ύπηρετήση τό μέγιστο τών συμφερόντων εκείνων του Ελληνισμού, αφού είχε προς τούτο δύναμιν και καιρόν».

Αποκαλυπτικός, όμως, για την παρεχόμενη εκπαίδευση στο ελληνικό κράτος, στο τέλος του 19ου αιώνα, είναι ο ιστορικός Π. Σ. Φωτιάδης, που γράφει:
«...σήμερον έξερχόμενοι τών σοφών γυμνασίων μας οί πλείστοι ούτε τούς προγόνους συγγραφείς έννοούμεν ούτε, ώφέλειάν τινα ηθικήν έξ αυτών συνεπαγόμεθα ούτε Ισως ορθογραφίαν γιγνώσκομεν, χωρίς νά προσθέσωμεν ότι πάντες άνεξαιρέτως άγνοοΰμεν τά στοιχειωδέστατα τής βοτανικής, τής χημείας, τής ζωγραφικής και των λοιπών έκείνων γνώσεων, αίτινες σήμερον θεωρούνται καί εισΐ πράγματι το άναποσπαστον έφόδιον παντός τά εγκύκλια πεπαιδευμένου άνθρώπου» *
Η κατάσταση αυτή οφείλεται στην εξάρτηση της εκπαίδευσης από την Εκκλησία, η οποία το μόνο που θα ήθελε να γνωρίζει ο χριστιανός είναι απλή ανάγνωση και γραφή για να μπορεί να διαβάζει τη Βίβλο και τους Ψαλμούς! Όλες οι υπόλοιπες γνώσεις οδηγούν, κατά την Εκκλησία, στην αθεΐα. Γι’ αυτό και για να μας προφυλάξει από την πλάνη, έχει αναλάβει εργολαβικά, από της συστάσεως του ελληνικού κράτους, διά του περιβόητου Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων την παιδεία των ελληνοπαίδων.

Καλύτερη απόδειξη για τον αρνητικό ρόλο της Εκκλησίας στην παιδεία των υπόδουλων Ελλήνων και τη συνεργασία τους με τον κατακτητή δεν έχουμε, παρά τα ίδια τα λόγια του πρωτεργάτη του Ξεσηκωμού του Γένους Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που γνώριζε καλά από πρώτο χέρι και έζησε τα γεγονότα.

Σε ομιλία του προς τους φοιτητές στην Αθήνα, στις 8 Οκτωβρίου το 1838, τοποθέτησε τα πράγματα έτσι όπως έπρεπε. Καυτηρίασε τη στάση του κλήρου -δηλαδή των αρχιερέων- γιατί οι απλοί παπάδες, όντες παντελώς αγράμματοι, ήσαν άβουλα ενεργούμενά τους -για την εχθρική τους στάση κατά των ελληνικών γραμμάτων ειδικώς και της προόδου γενικότερα, και αναγνώρισε τη σπουδαία συμβολή των Ελλήνων και των ξένων διανοουμένων του εξωτερικού και των οπαδών του Διαφωτισμού στην επανάσταση και στην αναγέννηση της Ελλάδας.

Είπε ο Κολοκοτρώνης τότε: «Σάν είδε τούτο** διόρισε έναν Βιτσερέ*** -έναν Πατριάρχην- **** κάι τοϋ έδωκε τήν έξουσίαν τής Εκκλησίας. Αυτός και ό λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγεν ό Σουλτάνος. 'Ύστερον έγιναν οί Κοτσαμπασήδες είς όλα τά μέρη. Ή τρίτη τάξις και οί προκομμένοι τό καλύτερο μέρος τών πολιτών, μή ύποφέροντες τόν ζυγόν έφευγαν, και οί γραμματισμένοι έπήραν και έφυγαν άπό την Ελλάδα, τήν πατρίδα των, και έτσι έμεινε ό λαός, όστις στερημένος άπό τά μέσα τής προκοπής έκατήντησεν είς άθλίαν καταστάσιν και αυτή αύξαινε κάθε ήμέρα χειρότερα, διότι αν εύρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με όλίγην μαθήσιν, τόν έλάμβανε ό κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή έσύρετο άπό τόν έμπορον τής Ευρώπης ώς βοηθός του, ή έγίνετο γραμματικός τοΰ προεστού. Και μερικοί, μήν ύποφέροντες τήν τυραννίαν τοΰ Τούρκου και βλέποντες τες δόξες αυτές και τες ηδονές, όπου άπελάμβαναν αύτοί, άφηναν τήν πίστην τους και έγένοντο μουλσουμάνοι. Και τοιουτοτρόπως κάθε ήμέραν ό λαός έλίγνευε και έπτώχαινε».*

Στη συνέχεια της ομιλίας του ξεκαθάρισε ότι οι ραγιάδες συνειδητοποίησαν την ελληνική τους καταγωγή και αποφάσισαν να ξεσηκωθούν, όταν για πρώτη φορά πληροφορήθηκαν το παρελθόν τους, μέσα από τα έργα των αρχαίων Ελλήνων, τα οποία μέχρι τότε ήταν άγνωστα, εξαιτίας της καταδίκης τους και της απαγορεύσεώς τους από την Εκκλησία.

Οι Έλληνες και ξένοι διανοούμενοι που μετέφρασαν την αρχαία ελληνική γραμματεία και αποκάλυψαν τη σοφία της στους λαούς της Ευρώπης, βοήθησαν με τον τρόπο αυτό να αναπτυχθεί ένα μεγάλο κίνημα συμπαράστασης και υποστήριξης του ελληνικού Αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό.
« Είς αυτήν τήν δυστυχισμένην καταστάσιν μερικοί άπό τούς φυγάδες γραμματισμένους έμετάφραζαν και έστελναν είς τήν Ελλάδα βιβλία -και είς αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνην-, διότι εύθύς όπου κανένας άνθρωπος άπό τόν άπλό λαό έμάνθανεν τά κοινά γράμματα, έδιάβαζεν αύτά τά βιβλία, και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους καί τί έκαμεν ό Θεμιστοκλής, ό Αριστείδης καϊ οί άλλοι παλαιοί μας, και έβλέπαμε και είς ποίαν κατάστασιν εύρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν είς τόν νοΰν νά τούς μιμηθούμε και νά γίνωμε εύτυχέστεροι».**
«Η βυζαντινή ιστορία», γράφει ο Ιάκωβος-Ρίζος Νερουλός, αναφερόμενος στα έργα του κλήρου, «είναι άλληλένδετος σχεδόν, και μακροτάτη σειρά πράξεων μικρών και αισχρών βιαιοτήτων του εις τό Βυζάντιον μετεμφυτευθέντος 'Ρωμαϊκοΰ Κράτους. Είναι στηλογραφία επονείδιστος τής έσχάτης άθλιότητος καί έξουθενώσεως τών Ελλήνων»,* ενώ ο ιστορικός Κ. Κούμας προσδιορίζοντας τον ρόλο του πατριάρχη, αποφαίνεται ότι « οΰτος δέ άνελάμβανε δυο τά πρώτιστα καθήκοντα: Να έπαγρυπνή εις τους χριστιανούς νά διατηρώσιν άπαρασάλευτον τήν θρησκείαν των, καί μετά τούτο, άκλόνητον ΰπακοήν εις τήν έξουσίαν».**

Ο πατριάρχης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν μόνο απλά πνευματικός ηγέτης των χριστιανών, αλλά ταυτόχρονα και πολιτικός.

Ο Άγγλος ιστορικός Ουϊλιαμ Μίλλερ το ξεκαθαρίζει ρητά: «...έν τή οθωμανική αυτοκρατορία οί επίσκοποι είναι συνήθως πρώτον μεν πολιτευταί, έπειτα δέ πνευματικοί άρχηγοί...»,*** ενώ ο δικός μας ιστορικός Δημ. Φωτιάδης γράφει ότι «Η πολυπόθυτη λευτεριά άργησε πάρα πολύ να έλθη, γιατί το πατριαρχικο-φαναριώτικο κράτος κατέπνιγε κάθε ελευθερωτική πνοή με αφορισμούς, αρές, κατάρες και διαβρώσεις μέσω πολυπληθών ρασοφόρων του, και ιδιαίτερα των αργοσχολων καλογέρων του, έκτος από το σφάξε με, αγα μου, για ν’ αγιάσω”.

Ο Πατριάρχης πάλι, όχι μόνο δεν είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, αλλά δεν ήθελε καν να ακούσει την λέξη “επανάσταση”.

«Πατριάρχης εταίρος,**** ό έστί συνωμότης κατά τής τούρκικης εξουσίας, δέν ήτο, καί όχι μόνον ουδόλως ένθάρρυνε τήν ελληνικήν έθνεγερσίαν, άλλά πάντοτε έπέτρεπε τούς προς οΰς διελέγετο φιλεπαναστάτας, θεωρών έθνοφθόρον τό τοιούτων τόλμημα».*****

Η εξουσία του κλήρου, μετά την επανάσταση είχε σχεδόν εκμηδενισθεί. Και αυτό εξαιτίας της συνεργασίας του με τους Τούρκους.

Οι κοτζαμπάσηδες και ο κλήρος σύρθηκαν υποχρεωτικά με το μέρος των επαναστατών, γιατί είχε γίνει φανερό πια ότι οι Τούρκοι είχαν αποφασίσει την εξόντωσή τους. Η προσχώρηση των κοτζαμπάσηδων και του ανώτερου κλήρου στην Επανάσταση δεν ήταν αυθόρμητη. Ήταν κατάσταση ανάγκης για όλους αυτούς. Ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου.
«Η σκανδαλώδης σε ανηθικότητα διαγωγή του κλήρου τον είχε αποξενώσει από το ποίμνιο, ενώ οι ανελεύθερες ιδέες του, η εχθρότητά που έδειξε αρχικά εναντίον του επαναστατικού κινήματος, προκάλεσαν την καταφρόνηση του καλύτερα πληροφορημένου τμήματος του έθνους».*
Φυσικά ο Millingen αναφέρεται στον ανώτερο κλήρο. Ο ανώτερος κλήρος αποτελούσε μία αριστοκρατική ομάδα που επέβαλε ζυγό στον τράχηλο των Ελλήνων, καταπιεστικό όσο σχεδόν και του πασά.

Για να εξασφαλίσει ο επίσκοπος την προστασία των τουρκικών αρχών πρόσφερε δώρα κάθε χρόνο με δαπάνες φυσικά του ποιμνίου του και εξαγοράζοντας σιωπηρά την ατιμωρησία, μπορούσε να ικανοποιεί ανενόχλητα τις αρπακτικές του επιθυμίες ή αν είχε μεγάλες φιλοδοξίες να συσσωρεύει πλούτη που θα του χάριζαν μια πλουσιότερη επισκοπή,** ακόμη και το πατριαρχικό αξίωμα, το οποίο έπαιρνε ο μεγαλύτερος πλειοδότης.

Γιατί οι “κοσμοπαπάδες”, όπως αποκαλεί τους λαϊκούς παπάδες των χωριών, ζούσαν και αυτοί τη μίζερη ζωή των συγχωριανών τους. Για να επιβιώσουν δούλευαν χειρωνακτικά, όπως ακριβώς και οι υπόλοιποι πολίτες.
«Η φτώχια, η εξαθλίωση και η αμάθειά τους δεν επέτρεπαν την ελάχιστη επιρροή πάνω στον λαό. Έτσι γίνονταν παθητικά όργανα στα χέρια του ανώτερου κλήρου. Αντίθετα οι ιεράρχες ζούσαν σαν μεγιστάνες. Στις δημόσιες εμφανίσεις τους, η συνοδεία τους ήταν ελάχιστα κατώτερη από την κουστωδία του πασά. Η διαγωγή τους και η διαγωγή των μοναχών γενικά ήταν πολύ ανήθικη. Και για να μην αναφέρω άλλους, ο Αρχιεπίσκοπος Άρτας και ο Παπαφλέσσας, καθώς και ο επίσκοπος Μεθώνης και Κορώνης βαρύνονται με κατάφωρα εγκλήματα».*
Τις κατηγορίες αυτές υιοθετεί και η Ελληνική Νομαρχία·.**

« Ή μεν Σύνοδος, δπου έξοδεύει διά νά κάμη τόν πατριάρχην όπως θέλει, λαμβάνει ευθύς άπό τόν ίδιον τά όσα έξώδευσεν, ομοίως και ό πατριάρχης τά ξαναλαμβάνει άπό τούς άρχιεπισκόπους, διπλά και τρίδιπλα. Αλλά αύτοί, αφού λάβουν μέρος άπό τούς επισκόπους, τά λοιπά πρέπει νά τά έβγάλουν άπό τούς χριστιανούς και εις αύτό μιμούνται τούς "Οθωμανικούς διοικητάς τής άρχιεπισκοπής των, άπό τους οποίους εις άλλα δεν διαφέρουσι ειμη οτι οι αρχιεπίσκοποι πληρώνουν αυτούς [τούς Τούρκους] και αυτοί τούς δίδουν τήν άδεια να κλέψωσι όσα ήμπορούσι. Ό χώρος τών επισκόπων ακολουθεί μετά τούς άρχιεπισκόπους. Αυτοί πάλι είναι λύκοι, χειρότεροι άπό τούς πρώτους, επειδή κυριεύουσι τούς χωρικούς και ιδιώτας. Ανεκδιήγητα είναι τά άνομήματά τους κα'ι ή σκληρότης των διαπερνά κατά πολλά εκείνην τής ιδίας παρδάλεως».

Και συνεχίζει η Ελληνική Νομαρχία:*** 

«Πώς ζώσιν αυτοί οί άρχιεπίσκοποι είς τάς μητροπόλεις των και όποίαι είσίν αί άρεται των; Τρώγωσι καϊ πίνωσι ώς χοίροι. Κοιμώνται δεκατέσσαρας ώρας τήν νύκτα και δύο ώρας τήν ήμέρα μετά τό μεσημέρι, λειτουργούσι δυο φοράς τον χρονον και όταν δεν τρωγωσι, δεν πινωσι, δεν κοιμώνται, τότε κατεργάζονται τά πλέον άναίσχυντα και ούτιδανά έργα οπού τινάς ημπορεί νά στοχασθή. Ό Άρτης, ό Γρεβενών και ό Ίωαννίνων είναι οί πρώτοι προδόται τοΰ τυράννου, καθώς όλοι το γνωρίζουσι. Ό ύστερος άπό αυτούς ίκέτευσεν τόν τύραννον και έκούρευσε τόν εγγονά του ώς να του έγίνετο νουνός.

Ό Αρτης ήπάτησεν και έπρόδωσεν τούς ήρωας Σουλιώτας. Είναι δέ και οί τρεις άσελγείς, άσωτοι είς άκρον, μοιχοί, πόρνοι, κα'ι άρσενοκοιται φανεροί. Και ούτος εις τον βόρβορον τής άμαρτίας και είς τήν ιδίαν άκρασίαν θησαυρίζουσι χρήματα και οί αναστεναγμοί τοϋ λαοϋ είναι προς αύτοϋς τόσοι ζεφυρες».

Και παρακάτω : «Δεν είναι κρυφόν, άλλ’ όλοι τό ήξεύρουν ότι είς τά Ιωάννινα οί πνευματικοί άναφέρουσι κάθε ύπόθεσιν όπου άκοΰουσιν άπό τους χριστιανούς είς τον άρχιερέα και αυτός ευθύς κάμνει ένα κατάλογόν με προσθήκην και τον προσφέρει του τυράννου, είς τρόπον όπου ή έξομολόγησις είναι τήν σήμερον εν μέσον προδοσίας».

Ο Αρχιεπίσκοπος Άρτας Πορφύριος, που αναφέρεται παραπάνω, στην εποχή της Επανάστασης πήρε το μέρος του Μαυροκορδάτου και βυσσοδομούσε σε βάρος του Κολοκοτρώνη και των άλλων οπλαρχηγών. Σε μία συνάντηση που είχε με τον Κολοκοτρώνη, φαίνεται να τον απείλησε, στηριζόμενος στις πλάτες του φίλου του Μαυροκορδάτου, για να πάρει την απάντηση από το λιοντάρι του Μόριά: «Μη μου βροντάς εμένα το πόδι παπά, γιατί βροντώ το σπαθί και σου παίρνω το κεφάλι».*

Επίσης σύμφωνα με την μαρτυρία του Βλαχογιάννη, που την αναφέρει ο ιστορικός της επανάστασης Κασομούλης, διάβασε συγχωρητική ευχή στους τάφους των δολοφόνων του Καποδίστρια.

Ο Γάλλος περιηγητής Bartholdy, επισημαίνει τον ιδιαίτερα αρνητικό ρόλο των μοναστηριών και του μοναχικού βίου στην εξέλιξη του νέου ελληνισμού. «Αυτοί οι καλόγεροι καλλιεργούν κάθε δεισιδαιμονία, επιτρέπουν κάθε δολιότητα, καταδιώκουν τους φωτισμένους ανθρώπους.

Όσες φορές βρέθηκα πλάι σε καλόγερους διαπίστωσα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, πως είναι ιδιοτελείς, φιλοχρήματοι, μοχθηροί, απελέκητοι και απίθανα ρυπαροί. Είναι βδέλλες που απομυζούν το αίμα του λαού και βρίσκουν πάντοτε τον τρόπο να αρπάζουν για λογαριασμό τους το καλύτερο».**

Ο ίδιος επισκέπτεται μοναστήρι της Χίου και βρίσκει τα βιβλία στην αποθήκη ανάμεσα σε λάδια, τυριά και άλλα τρόφιμα, πνιγμένα στη σκόνη. Στο μοναστήρι του Αγίου Ιακώβου στην Πάτμο, ρώτησε τον ηγούμενο αν υπήρχαν στη μονή χειρόγραφα και πήρε την εξής απάντηση: «Θεός φυλάξοι! Εμείς είμαστε ορθόδοξοι και όσα έγραψαν αυτοί οι Ελληνοβριοί, όλο αιρετικά πράγματα, τα κάψαμε».

Ο κλήρος είχε εντελώς εξαχρειωθεί. Στα Γιάννενα ήταν όργανο του πασά. Ο Αλής χρησιμοποιούσε τους δεσποτάδες για να ελέγχει καλύτερα τους υπηκόους του. «Κι έτσι οι Έλληνες ήταν διπλά υποδουλωμένοι, διπλά καταπιεσμένοι και ηθικά εξουθενωμένοι».

Αναρίθμητα τα χρονικά και αμέτρητες οι μαρτυρίες για τη στάση του κλήρου. Εχθρικός σε κάθε προοδευτικό δάσκαλο, εχθρικός του διαφωτισμού και της αναγέννησης. Οι δάσκαλοι που επιχειρούσαν να φωτίσουν το Γένος, να μεταλαμπαδεύσουν τις νέες ανθρωπιστικές και δημοκρατικές ιδέες της Ευρώπης στην Ελλάδα, αντιμετώπιζαν λυσσαλέο διωγμό από την ηγεσία της Εκκλησίας.

«Κάθε προοδευτική, νεωτεριστική, εθνοπαιδευτική προσπάθεια, η εισαγωγή εκσυγχρονισμένων συστημάτων και η διδασκαλία των επιστημών χαρακτηρίζονταν από τους φωτοσβέστες ανώτερους κληρικούς και τα όργανά τους επιβουλή του Σατανά, της αθεΐας παρακίνηση...»* αφού «ΟΙ Νεύτωνες και οί, Καρτέσιοι και τά τρίγωνα και αί φυσικαί έπιστήμαι και τά τοιούτα έφεραν άδιαφορίαν προς τά θεια».**

Στα Γιάννενα εμπόδια για τη λειτουργία των σχολείων παρενέβαλλε η Εκκλησία και όχι ο Αλή Πασάς. Η διδασκαλία του Βολταίρου προκαλούσε υστερία. Τον σπουδαίο δάσκαλο της σχολής Ιωαννίνων Ψαλλίδα, έσωσε από τον αφορισμό και την κατηγορία για αθεΐα και τον προστάτευσε ο ίδιος ο Αλή πασάς. Δεν συνέβη, όμως, το ίδιο και για τον νεωτεριστή και φωτισμένο δάσκαλο Γεώργιο Σουγδουρή που πρωτοδίδαξε στα Γιάννενα, Φυσική και Φιλοσοφία, τον οποίο αφόρισε ο μητροπολίτης Κλήμης.

Ο περίφημος Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο πρώτος που δίδαξε συστηματικά Γεωμετρία, Άλγεβρα και Τριγωνομετρία στην Ελλάδα, χαρακτηρίστηκε, εξ αυτού του λόγου άθεος, καθαιρέθηκε -ήταν ιεροκήρυκας- και η διδασκαλία του αφορίστηκε από τον πατριάρχη Ιερεμία F. Ο άλλος γίγαντας των ελληνικών γραμμάτων κληρικός Ευγένιος Βούλγαρις που δίδασκε Φυσική και έκανε πειράματα, κατηγορήθηκε για αθεΐα και υποχρεώθηκε να ανακαλέσει.

Ο μεγάλος Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Βολταίρος* ήταν το κόκκινο πανί για την Εκκλησία, εξ αιτίας της διδασκαλίας του, ότι για να γίνει ο άνθρωπος ευτυχισμένος έπρεπε να απαλλαγεί από τα δεσμά της θρησκείας, πηγής κάθε φανατισμού, από τη μεταφυσική θεώρηση των πραγμάτων, πηγής επίσης δυστυχίας για τον άνθρωπο, από τα δόγματα, την κληρικοκρατία, τους λειτουργούς κάθε θρησκείας και τις λειτουργίες της και να αμφισβητήσει τα πολιτικά καθεστώτα.

Αυτόν λοιπόν τον καταξιωμένο παγκόσμια φιλόσοφο, έρχεται να τον αντικρούσει, ποιός νομίζετε;

Ο Κύπριος... γίγαντας του πνεύματος καλόγερος Σέργιος! Ακούστε με ποιον τρόπο και με ποια επιχειρήματα αντικρούει τον Βολταίρο: «Είναι αμαθής ιστορικός, συγκεχυμένος λογοποιός, αδιανόητος διαλεκτικός, χυδαιότατος φρονηματίας, ασυλλόγιστος γεωγράφος, χρονολογικός ταραξίας, αναιδέστατος ψεύτης, αδιάκριτος κριτικός, ακατάστατος συγγραφεύς, ασύνετος, φλύαρος, ψευδώνυμος φιλόσοφος, αηδέστατος κωμωδός και βδελυρός αδολέσχης, πάντολμος τολμητίας, κακεντρεχέστατος άθεος, και των ασεβών απάντων εξωλέστατος, του σύμπαντος χρόνου αφρονέστατον έκτρωμα, και της εσχάτης απονοίας αντάρτης του Θεού και των αγίων γραφών».**

Τώρα μάλιστα. Έτσι μπράβο Σέργιε. Τον ξέσκισες τον Βολταίρο. Από βρισιές σκίζεις. Δεν έχεις το ταίρι σου. Βρισιές και κατάρες. Η ειδικότητα του κλήρου.

Το 1819 ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Έ με εγκύκλιό του στρέφεται ανοικτά κατά της διδασκαλίας των Θετικών Επιστημών και της Φιλοσοφίας και το μόνο που δέχεται είναι η γνώση μίας στείρας γραμματικής και των απλών πράξεων της αριθμητικής.

Ιδού η εγκύκλιος: «Επιπολάζει ενιαχού μιά καταφρόνησις περί τά Γραμματικά μαθήματα και διόλου παράβλεψις περί τάς Λογικάς και 'Ρητορικάς τέχνας, και περί αυτήν επί πάση τήν διδασκαλίαν της ύψηλοτάτης Θεολογίας, προερχομένη εκ τής όλοτελούς άφοσιώσεως μαθητών όμου και διδασκάλων εις μόνα τά μαθηματικά και τάς έπιστήμας, και άδιαφορία εις τάς παραδεδομένας νηστείας, προκύπτουσα έκ τινών διεφθαρμένων άνδραρίων, τά όποια καθώς τά ζιζάνια μεταξύ του καθαρού σίτου, ούτω και αυτά μεταξύ τών πεπαιδευμένων του Γένους άνεφύησαν, πλανώμενα ύφ’ αυτών και πλανώντα τούς άφελεστέρους και άπεριφράκτους τήν διάνοιαν».

Η τοποθέτηση αυτή του πατριάρχη κάνει τον Κοραή να δηλώσει ότι: «Περισσότερον ήθελε ώφελήσει τό Γένος σήμερον όστις καίει, παρά όστις γράφει Γραμματικός».

Πατριαρχικές νουθεσίες

Δούλος του Παύλου και του σουλτάνου, ο πατριάρχης, υπακούοντας τυφλά στις εντολές και των δύο περί απολύτου υπακοής του χριστιανού στους “ιδίους αυτού δέσποτας”,* μόλις ξέσπασε η Επανάσταση, αφ’ ενός μεν «....διέταξε τήν άπό τών άμβώνων τών εκκλησιών διαφώτισιν τών ραγιάδων, ότι μόνη ή ύποταγή είς τον σουλτάνον ήτο δυνατόν νά τούς σώση και νά έπαναφέρη τήν γαλήνην διά της άναδημιουργίας ειρηνικής συμβιώσεως με τούς Τούρκους»,**
αφ’ ετέρου έστειλε στην Μεσσηνία τον Μάίο του 1828, μετά την ναυμαχία του Ναυαρίνου, τους αρχιεπισκόπους Λάρισας, Νίκαιας, Χαλκηδόνας, και Ιωαννίνων και τον πρωτοσύγγελο του πατριαρχείου, «να καθοδηγήσουν τους λαούς εις υποταγήν» στον σουλτάνο.
Να νουθετήσουν το ποίμνιό τους, τα απολωλότατα πρόβατα, που είχαν ήδη ξεσηκωθεί κατά του σφαγέα τους και πολεμούσαν για την ελευθερία τους, να επανέλθουν στη στάνη του σουλτάνου.

Οι τύποι αυτοί έφθασαν στη Μεσσηνία και από εκεί, με τη βοήθεια του Ιμπραήμ, επεχείρησαν να επισκεφθούν όλες τις επαρχίες της Πελοποννήσου.
«...έβοήθησε* τούς άνοήτους και ευτελείς πέντε κληρικούς νά είσδύσουν είς τήν Λακεδαίμονα καί διά τής έπαρχίας αυτής εκείνοι έφθασαν προ τής Τριπολιτσάς». Έξω από την Τρίπολη, «ένώπιον πεντακοσίων ατόμων τά όποια είχον συγκεντρωθεί γύρω των έκ περιεργείας, ήρχισαν νά άναπτύσσουν τον σκοπόν της άφίξεώς των, προσθέτοντες ότι δεν συνέφερεν είς τούς 'Έλληνας να παραμένουν είς τήν οίκτράν κατάστασιν που εύρίσκοντο κάι ότι ώφειλαν τό ταχύτερον νά βοηθήσουν όλοι νά έπανέλθη ό τόπος υπό τήν ευεργετικήν χείρα του κραταιοτάτου Σουλτάνου».**
Ακόμη και τον Κυβερνήτη Καποδίστρια επισκέφθηκαν, για να τον πείσουν ότι το συμφέρον των Ελλήνων ήταν να παραμείνουν υπήκοοι του σουλτάνου και ότι αυτός με τη μεγαλοθυμία που τον διέκρινε, ήταν έτοιμος να συγχωρέσει την εξέγερση. Η Υψηλή Πύλη, βλέποντας ότι τα στρατιωτικά μέτρα δεν ήσαν ικανά να κάμψουν τον αγώνα των Ελλήνων για ελευθερία, σκέφθηκε, «νά μεταχειρισθή είς υποταγήν των Ελλήνων τήν Μεγάλην Εκκλησίαν, ύπενεργήσασα να έπικαλεσθή καί λάβη αΰτη τήν άδειαν προς επαναγωγήν τών άποπλανηθέντων είς τήν ποίμνην. Είς πραγματοποίησιν δέ τών διαταγών τούτων άπέστειλεν ή Μεγάλη Εκκλησία είς τήν Ελλάδα...» τους παραπάνω ιεράρχες, οι οποίοι «ένεχείρισαν τώ κυβερνήτη συνοδικήν επιστολήν νουθετούσαν, απειλούσαν καί προτρέπουσαν είς υποταγήν». ***

Δια της εν λόγω επιστολής «οί 'Έλληνες... ένουθετούντο, προτρέποτο και έσυμβουλεύοντο είς πιστήν υποταγήν, έξ’ άλλου δέ και ήπειλοΰντο».*

Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας, που έλαβε την επιστολή αυτή, απάντησε:

«Πάμπολυ αίμα έχύθη, πάμπολλαι ούσίαι έφθάρησαν είς διάστημα οκτώ έτών πολέμου και δυστυχιών, καθ’ ου ό τόπος ούτος κατηφανίσθη, ώστε όλως διόλου αδύνατον είναι νά έπανέλθη είς όποιανδήποτε κατάστασιν πραγμάτων βάσιν έχουσαν τό παρελθόν».**

«Και ούτω μέν άπέβη ή προς υποταγήν έκ νέου τών Ελλήνων είς τήν Πύλην διά του Πατριαρχείου άπόπειρα...»*** Τά δέ « πέντε μεγαλοπρεπή ράσα συρόμενα άκόμη είς τήν προέκτασιν τής λάσπης της δουλείας και άποδιωχθέντα άπό τόν άνεμον τής ελευθερίας, πού έπνεαν είς αύτόν τόν τόπον»,**** επέστρεψαν άπρακτα στην Κωνσταντινούπολη.